υπεργηρώ

υπεργηρώ
-άω, και ὑπεργηράσκω, Α
γερνώ πάρα πολύ, φτάνω σε πολύ προχωρημένη γεροντική ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + γηρῶ / γηράσκω (βλ. λ. γήρας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπέργηρων — ὑπέργηρω̆ν , ὑπέργηρως masc/fem/neut gen pl ὑπέργηρω̆ν , ὑπέργηρως masc/fem acc sg ὑπέργηρω̆ν , ὑπέργηρως neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέργηρως — ὑπέργηρω̆ς , ὑπέργηρως adverbial ὑπέργηρω̆ς , ὑπέργηρως masc/fem nom pl ὑπέργηρω̆ς , ὑπέργηρως masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεργηράσκω — Α βλ. ὑπεργηρῶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”